Dictionary of Biblical Greek and Related Words

ζῳοποιέω

Word
ζῳοποιέω (zōopoieō)
Gloss
  • make alive
  • make to live
Part of Speech
Verb
Word Frequency
  • kjtr: 12
  • Nestle 1904: 11
  • Byzantine NT: 12
  • sr: 12
Syllables
ζω·ͅο·ποι·έ·ω zō·o·poi·e·ō
Strongs Number
  • 2227

Verb Forms

Present
Active
ζῳοποιῶ
ζωοποιεεις
ζῳοποιεῖ
ζωοποιουμεν
ζωοποιειτε
ζωοποιουσιν
Future
Active
ζωοποιησω
ζωοποιησεις
ζῳοποιήσει
ζωοποιησομεν
ζωοποιησετε
ζωοποιησουσιν
Present
Middle/Passive
ζωοποιουμαι
ζωοποιεη
ζῳοποιεῖται
ζωοποιεομεθα
ζωοποιεεσθε
ζωοποιεονται
Present
Passive
ζωοποιουμαι
ζωοποιεη
ζωοποιεῖται
ζωοποιεομεθα
ζωοποιεεσθε
ζωοποιεονται
Future
Passive
ζωοποιηθησομαι
ζωοποιηθηση
ζωοποιηθησεται
ζωοποιηθησομεθα
ζωοποιηθησεσθε
ζῳοποιηθήσονται
Infinitive
Aorist
ζῳοποιῆσαι

Usage in Biblical Text

Download this dictionary onto your iPhone or iPad.

  1. Home
  2. Dictionary
  3. ζ
  4. ζῳοποιέω