Search Bible Vocabulary
νομοδιδάσκαλος
- Wordνομοδιδάσκαλος, -ου, ὁ
- Transliterationnomodidaskalos
- Gloss
- teacher of the law
- teacher and interpreter of the Mosaic Law
- Strongs Number
- 3547
ὁ | νομοδιδασκαλος |
του | νομοδιδάσκαλου |
τῳ | νομοδιδάσκαλῳ |
τον | νομοδιδάσκαλον |
οἱ | νομοδιδασκαλοι |
των | νομοδιδάσκαλων |
τοις | νομοδιδάσκαλοις |
τους | νομοδιδάσκαλους |