νότος
Word
νότος, -ου, ὁ
(notos)
Gloss
- south wind
- south
- South
Part of Speech
Noun
Word Frequency
- Byzantine NT: 7
- Nestle 1904: 7
Syllables
νό·τος no·tos
Strongs Number
- 3558
Noun Forms
Singular | |
---|---|
ὁ | νότος |
τοῦ | νότου |
τῷ | νότῳ |
τόν | νότον |
νότε |
Usage in Biblical Text
- νότον — Noun · acc s m
- νότου — Noun · gen s m
- Matthew 12:42 Βασίλισσα νότου ἐγερθήσεται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς…
- Luke 11:31 Βασίλισσα νότου ἐγερθήσεται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῶν ἀνδρῶν…
- Luke 13:29 …καὶ βορρᾶ καὶ νότου, …
- Acts 27:13 Ὑποπνεύσαντος δὲ νότου, …
- Acts 28:13 …καὶ μετὰ μίαν ἡμέραν ἐπιγενομένου νότου, …
- Revelation 21:13 …καὶ ἀπὸ νότου, …