Dictionary of Biblical Greek and Related Words

πατροπαράδοτος

Word
πατροπαράδοτος, -ον (patroparadotos)
Gloss
  • inherited
  • handed down from one's father
Part of Speech
Adjective
Word Frequency
  • Byzantine NT: 1
  • kjtr: 1
  • Nestle 1904: 1
  • sr: 1
Syllables
πατ·ρο·πα·ρά·δο·τος pat·ro·pa·ra·do·tos
Strongs Number
  • 3970

Adjective Forms

Masculine
πατροπαράδοτος
πατροπαράδοτου
πατροπαράδοτῳ
πατροπαράδοτον
πατροπαράδοτοι
πατροπαράδοτων
πατροπαράδοτοις
πατροπαράδοτους
Feminine
πατροπαράδοτος
πατροπαραδότου
πατροπαράδοτῳ
πατροπαράδοτον
πατροπαράδοτοι
πατροπαράδοτων
πατροπαράδοτοις
πατροπαράδοτους

Usage in Biblical Text

Download this dictionary onto your iPhone or iPad.

  1. Home
  2. Dictionary
  3. π
  4. πατροπαράδοτος