πειρασμός
Word
πειρασμός, -οῦ, ὁ
(peirasmos)
Gloss
- temptation
- trial
- testing
Part of Speech
Noun
Word Frequency
- kjtr: 21
- Nestle 1904: 21
- sr: 21
- Byzantine NT: 21
Syllables
πει·ρα·σμός pei·ra·smos
Strongs Number
- 3986
Noun Forms
Singular | |
---|---|
ὁ | πειρασμός |
τοῦ | πειρασμοῦ |
τῷ | πειρασμῷ |
τόν | πειρασμόν |
Plural | |
---|---|
οἱ | |
τῶν | πειρασμῶν |
τοῖς | πειρασμοῖς |
τούς | πειρασμούς |
Table entries in black appear in biblical text. Table entries in pink are computer AI generated guesses useful as a guide only. If you spot an error, please flag this entry for review.
Usage in Biblical Text
- πειρασμός — Noun · nom s m
- πειρασμόν — Noun · acc s m
- Matthew 6:13 Καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, …
- Matthew 26:41 …ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν.…
- Mark 14:38 …ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν.…
- Luke 4:13 Καὶ συντελέσας πάντα πειρασμὸν ὁ διάβολος ἀπέστη ἀπ᾽ αὐτοῦ ἄχρι καιροῦ…
- Luke 11:4 …Καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, …
- Luke 22:40 …Προσεύχεσθε μὴ εἰσελθεῖν εἰς πειρασμόν…
- Luke 22:46 …ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν…
- Galatians 4:14 …τὸν πειρασμόν μου τὸν ἐν τῇ σαρκί μου οὐκ…
- 1 Timothy 6:9 Οἱ δὲ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμὸν καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυμίας πολλὰς ἀνοήτους καὶ…
- James 1:12 …Μακάριος ἀνὴρ ὃς ὑπομένει πειρασμόν:…
- 1 Peter 4:12 …τῇ ἐν ὑμῖν πυρώσει πρὸς πειρασμὸν ὑμῖν γινομένῃ, …
- πειρασμοῦ — Noun · gen s m
- πειρασμῷ — Noun · dat s m
- πειρασμῶν — Noun · gen p m
- πειρασμοῖς — Noun · dat p m