Dictionary of Biblical Greek and Related Words

περιβάλλω

Word
περιβάλλω (periballō)
Gloss
  • put around
  • clothe
  • cast around
Part of Speech
Verb
Word Frequency
  • Byzantine NT: 24
  • kjtr: 24
  • sr: 24
  • Nestle 1904: 23
Syllables
πε·ρι·βάλ·λω pe·ri·bal·lō
Strongs Number
  • 4016

Verb Forms

Present
Active
περιβάλλω
περιβαλλεις
περιβαλλει
περιβαλλομεν
περιβαλλετε
περιβαλλουσιν
Future
Active
περιβαλλσω
περιβαλλσεις
περιβαλλσει
περιβαλλσομεν
περιβαλλσετε
περιβαλοῦσιν
2nd Aorist
Active



περιεβάλομεν
περιεβάλετε
περιέβαλον
Aorist
Active
ἐπεριβαλλσα
ἐπεριβαλλσας
ἐπεριβαλλσεν
περιεβάλομεν
περιεβάλετε
περιέβαλον
Future
Middle
περιβαλλσομαι
περιβαλλση
περιβαλεῖται
περιβαλλσομεθα
περιβαλλσεσθε
περιβαλλσονται
Aorist
Middle
ἐπεριβαλλθην
ἐπεριβαλλθης
περιεβάλετο
ἐπεριβαλλθημεν
ἐπεριβαλλθητε
ἐπεριβαλλθησαν
Subjunctive
Aorist
περιβάλῃ
περιβάληται
περιβαλώμεθα
Imperative
Aorist
περιβαλοῦ

Usage in Biblical Text

Download this dictionary onto your iPhone or iPad.

  1. Home
  2. Dictionary
  3. π
  4. περιβάλλω