περισσῶς
Word
περισσῶς
(perissōs)
Gloss
- abundantly
- exceedingly
- beyond measure
- greatly
Part of Speech
Adverb
Word Frequency
- kjtr: 17
- sr: 17
- Byzantine NT: 16
- Nestle 1904: 17
Syllables
πε·ρισ·σῶς pe·ris·sōs
Strongs Number
- 4057
- 4056
Usage in Biblical Text
- περισσῶς — Adverb
- περισσοτέρως — Adverb
- Mark 15:14 …Οἱ δὲ περισσοτέρως ἔκραξαν, …
- 2 Corinthians 1:12 …περισσοτέρως δὲ πρὸς ὑμᾶς…
- 2 Corinthians 2:4 …ἣν ἔχω περισσοτέρως εἰς ὑμᾶς…
- 2 Corinthians 7:13 …τῇ παρακλήσει ὑμῶν περισσοτέρως μᾶλλον ἐχάρημεν ἐπὶ τῇ χαρᾷ Τίτου, …
- 2 Corinthians 7:15 Καὶ τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ περισσοτέρως εἰς ὑμᾶς ἐστίν, …
- 2 Corinthians 11:23 …Ἐν κόποις περισσοτέρως, …
- 2 Corinthians 11:23 …ἐν φυλακαῖς περισσοτέρως, …
- 2 Corinthians 12:15 …εἰ καὶ περισσοτέρως ὑμᾶς ἀγαπῶν, …
- Galatians 1:14 …περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων…
- Philippians 1:14 …περισσοτέρως τολμᾷν ἀφόβως τὸν λόγον λαλεῖν…
- 1 Thessalonians 2:17 …περισσοτέρως ἐσπουδάσαμεν τὸ πρόσωπον ὑμῶν ἰδεῖν ἐν πολλῇ…
- Hebrews 2:1 Διὰ τοῦτο δεῖ περισσοτέρως ἡμᾶς προσέχειν τοῖς ἀκουσθεῖσιν, …
- Hebrews 13:19 Περισσοτέρως δὲ παρακαλῶ τοῦτο ποιῆσαι, …